μικρόψυχος

μικρόψυχος
-η, -ο
αυτός που έχει ευτελή ψυχή, αναξιοπρεπής, δειλός: Είναι τόσο μικρόψυχος που δε βοηθάει οικονομικά ούτε τα παιδιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μικρόψυχος — μῑκρόψῡχος , μικρόψυχος meanspirited masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροψυχότερον — μῑκροψῡχότερον , μικρόψυχος meanspirited adverbial comp μῑκροψῡχότερον , μικρόψυχος meanspirited masc acc comp sg μῑκροψῡχότερον , μικρόψυχος meanspirited neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροψυχοτέρων — μῑκροψῡχοτέρων , μικρόψυχος meanspirited fem gen comp pl μῑκροψῡχοτέρων , μικρόψυχος meanspirited masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροψύχως — μῑκροψύ̱χως , μικρόψυχος meanspirited adverbial μῑκροψύ̱χως , μικρόψυχος meanspirited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόψυχον — μῑκρόψῡχον , μικρόψυχος meanspirited masc/fem acc sg μῑκρόψῡχον , μικρόψυχος meanspirited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Φιλισταίος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Φιλισταίοι λαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημεία νεοελλ. ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και… …   Dictionary of Greek

  • άψυχος — η, ο (AM ἄψυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα») 2. ο νεκρός 3. ο μικρόψυχος, ο δειλός (μσν νεοελλ.) 1. λιπόθυμος, αναίσθητος 2. άτονος 3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. φρ. «ἄψυχος βορά» μη ζωική, φυτική τροφή …   Dictionary of Greek

  • αθερινόψυχος — η, ο κυριολ. αυτός που έχει ψυχή μικρή σαν τής αθερίνας, δηλ. μικρόψυχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθερίνα + ψυχή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”